μπέϊκος

μπέϊκος
η и ια, ο бейский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μπέϊκος" в других словарях:

  • μπέικος — η, ο, θηλ. και ια [μπέης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μπέη ή αυτός που αρμόζει σε μπέη, άνετος, πλουσιοπάροχος («μπέικη ζωή») 2. αυταρχικός, αλαζονικός. επίρρ... μπέικα 1. με τρόπο που προσιδιάζει σε μπέη, με πολυτέλεια, με καλοπέραση,… …   Dictionary of Greek

  • μπέικα — επίρρ. βλ. μπέικος …   Dictionary of Greek

  • μπεηλίδικος — η, ο, θηλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μπέη, μπέικος. επίρρ... μπεηλίδικα με μπεηλίδικο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπέης + κατάλ. (λ)ίδικος (πρβλ. μπελα λίδικος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»